Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥΣ

Διάλογος, ΕΛΙΑ&ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ τεύχος 68, φάκελος Ελληνικό ελαιόλαδο: S.O.S.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΤΑ ΔΥΟ ΚΛΕΙΔΙΑ
Θέμα 1. Οι συνεταιρισμοί
Καμία γεωργία στον κόσμο, και πόσω μάλλον η ελληνική, δεν μπορεί να επιζήσει και να αναπτυχθεί χωρίς ισχυρές συνεταιριστικές οργανώσεις. Όχι συνεταιριστικό «κίνημα», λέξη που έχει πολυφορεθεί και παραπέμπει σε θολές πολιτικο-κομματικές σχέσεις εξάρτησης, αλλά υγιείς επιχειρήσεις κοινωνικού σκοπού. Που λειτουργούν δηλαδή καταρχήν με οικονομικούς όρους προς όφελος των αγροτών μελών τους.
Κάποιες γενικόλογες διαπιστώσεις για την ανάγκη αναδιάρθρωσης, εκσυγχρονισμού κ.λπ. επαναλαμβάνονται κάθε τόσο από επίσημα χείλη χωρίς κανένα πρακτικό αντίκρισμα, ενώ κάποια υποτιθέμενα κίνητρα για συγχωνεύσεις ποτέ δεν υλοποιούνται. Οι περισσότεροι συνεταιρισμοί, πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων, χαρακτηρίζονται από: α) την έλλειψη ουσιαστικών δεσμών, παραγωγικών και εμπορικών, με τα μέλη τους, τα οποία δεν συμμετέχουν ούτε καν στις κατ’ επίφαση δημοκρατικές εσωτερικές διαδικασίες, β) το μικρό, ανεπαρκές μέγεθος λόγω πολυδιάσπασης, γ) την ανεπάρκεια κατάλληλου εξειδικευμένου προσωπικού.
Νομοτελειακή συνέπεια των παραπάνω η συρρίκνωση της παραγωγικής τους βάσης και η αδυναμία κερδοφόρου διαχείρισης του προϊόντος, καθώς η εμπορική πολιτική συγχέεται με την κακώς εννοούμενη «κοινωνική» πολιτική και οδηγεί σε λαθεμένες επιλογές, που με τη σειρά τους καθιστούν αναγκαίες τις διαδοχικές «ρυθμίσεις χρεών». Εάν προσθέσουμε και πολλές από τις υπερφιλόδοξες αλλά κακά μελετημένες επενδύσεις σε πάγια, τότε συσσωρεύονται στην «πίθο των Δαναΐδων» τεράστια ποσά, που ξοδεύτηκαν χωρίς πραγματικό όφελος για τους ίδιους τους παραγωγούς-φυσικά μέλη και το προϊόν τους.
Τελικά, μόνο σταθερό έσοδο των συνεταιρισμών (Ενώσεων και ΠΑΣΕΓΕΣ) παραμένει η μονοπωλιακή διαχείριση των κοινοτικών επιδοτήσεων (ενίσχυση στην παραγωγή και ελαιοκομικό κτηματολόγιο παλαιότερα, ενιαία ενίσχυση και ΟΣΔΕ σήμερα), με τρόπους όμως που προκαλούν μια σειρά από νέα προβλήματα και στρεβλώσεις.
Στην κορυφή του παγόβουνου και συμπύκνωση όλων των παραπάνω η «κορυφαία» ΠΑΣΕΓΕΣ. Με προνομιακές σχέσεις πάντοτε με τις πολιτικές ηγεσίες του Υπουργείου της Πλατείας Βάθη, εγγυητής αυτού που ενδιαφέρει κυρίως κάθε κυβέρνηση, δηλαδή να μην κλείσει από μπλόκα η Εθνική Οδός, ουσιαστικός συνδιαμορφωτής της ασκούμενης αγροτικής πολιτικής, αλλά και εκ του ασφαλούς παρασκηνίου χωρίς να αναλαμβάνει το αναλογούν κόστος, τελικός εκφραστής του ελλείμματος συμμετοχής και δημοκρατίας που έχει ξεκινήσει από τη βάση των πρωτοβάθμιων και καταλήγει έτσι σε μια διακομματική «νομενκλατούρα» που αναπαράγει και διαιωνίζει τα προνόμιά της ενώ ο αγροτικός/ελαιοκομικός τομέας σταδιακά απαξιώνεται. Η παλαιότερη φράση του προέδρου της ΠΑΣΕΓΕΣ «εμείς δεν δουλεύουμε τσάμπα», με αφορμή τη χρέωση («χαράτσι») των αγροτών για το ΟΣΔΕ, συμπυκνώνει την αποξένωση του νομικού προσώπου (δηλ. της ΠΑΣΕΓΕΣ) από τα φυσικά πρόσωπα, δηλ. τους αγρότες-μέλη της. Επιβεβαιωτικό και χαρακτηριστικό σύμπτωμα του συστήματος είναι η εγγενής αντίφαση των συνεχών φραστικών διακηρύξεων υπέρ της αγοράς και επιχειρηματικότητας με την κρατικοδίαιτη λειτουργία της ίδιας της ΠΑΣΕΓΕΣ.
Η πρόταση
Αν και τα προβλήματα φαίνονται βουνό, ωστόσο η λύση τους είναι απίστευτα απλή: Μια τροποποίηση του νόμου περί συνεταιρισμών άρα και των καταστατικών όλων των οργανώσεων, που θα καθιστούσε υποχρεωτική (και όχι προαιρετική) την παράδοση από τους συνεταίρους-μέλη όλης της παραγωγής τους (εξαιρουμένης μιας μικρής ποσότητας για την αυτοκατανάλωση) στον συνεταιρισμό τους, σε καθορισμένους χρόνους και ποιότητες. Αν ο συνεταιρισμός δεν έχει τις απαραίτητες υποδομές (ελαιοτριβεία, δεξαμενές, τυποποιητήριο, κατάλληλο προσωπικό) τότε θα μπορούσε εναλλακτικά είτε να συγχωνευτεί με τον γειτονικό του, είτε να τύχει προνομιακής μεταχείρισης σε χρηματοδοτούμενο επενδυτικό πρόγραμμα, είτε, τέλος, να συνάψει ένα μακροχρόνιο συμβόλαιο συνεργασίας με μια ιδιωτική επιχείρηση. (Διαφορετικά, γιατί να υπάρχει;)
Η προτεινόμενη λύση έχει τις παρακάτω συνέπειες και πλεονεκτήματα:
α) Διατηρεί και δίνει ουσιαστικό νόημα στον εθελοντικό χαρακτήρα των συνεταιρισμών.
Κάθε αγρότης/ελαιοπαραγωγός είναι ελεύθερος να επιλέξει αν θέλει να συνεταιριστεί, αναλαμβάνοντας και τις ευθύνες της απόφασής του
β) Διατηρεί και δίνει ουσιαστικό νόημα στη δημοκρατία και στον εσωτερικό έλεγχο, καταργώντας ντε φάκτο κομματικές, πελατειακές ή άλλες προσωπικές σχέσεις εξάρτησης. Επειδή το νομικό πρόσωπο, ο συνεταιρισμός, θα διαχειριστεί όλο το προϊόν όλων των συνεταίρων, αυτοί «αναγκάζονται» εκ των πραγμάτων να συμμετέχουν ενεργά και να επιλέγουν με αξιοκρατικά κριτήρια τη
διοίκηση και το προσωπικό, με μοναδικό κριτήριο την οικονομικά αποτελεσματική διαχείριση της περιουσίας και των κόπων τους.
γ) Ο συνεταιρισμός παύει να κινείται σε μια «κινούμενη άμμο» και γνωρίζει εκ των προτέρων τις ποσότητες και ποιότητες που θα έχει να διαχειριστεί, άρα χαράζει και εφαρμόζει μια ρεαλιστική εμπορική πολιτική που βασίζεται στα πραγματικά παραγωγικά δεδομένα των συνεταίρων μελών του, ενώ παράλληλα θωρακίζεται από τυχόν κακόβουλες πρακτικές του ιδιωτικού εμπορίου. Έτσι η «κοινωνική πολιτική» εξισώνεται εκ των πραγμάτων με την ορθή εμπορική και οικονομική πολιτική, προς όφελος όχι μόνο των συνεταίρων αλλά και του φορολογούμενου πολίτη.
δ) Η εκπλήρωση των παραπάνω θα δώσει τη δυνατότητα στους συνεταιρισμούς να παράγουν και εμπορεύονται τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα τους, είτε περιορίζοντας τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, είτε ακόμη και παρακάμπτοντας αυτές, ώστε να προσεγγίζουν τους τελικούς καταναλωτές προσφέροντάς τους περισσότερες επιλογές σε ποιοτικά προϊόντα με χαμηλότερες τελικές τιμές.
Σε μια πιο ριζοσπαστικά ρεαλιστική εκδοχή, δεν χρειάζεται καν κάποιος ειδικός νόμος με λεπτομέρειες κλπ. Θα αρκούσε μια περιγραφή για το τι είναι « συνεταιρισμός» και στη συνέχεια οι μεν συνεταίροι να είναι ελεύθεροι να διαμορφώνουν « τα του οίκου τους» , η δε πολιτεία με μία έξυπνα σχεδιασμένη πολιτική να δίνει τα κίνητρα που κρίνει ότι είναι αναγκαία.
Για το θέμα της διαχείρισης των ενισχύσεων, έτσι κι αλλιώς είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε σε ένα διεθνή ανοικτό διαγωνισμό για το ΟΣΔΕ τουλάχιστον, ενώ η ίδρυση των αγροτικών ΚΕΠ είναι μια αναγκαιότητα. Οπότε, οι μεν συνεταιρισμένοι θα καθορίζουν τα του οίκου τους, οι δε υπόλοιποι, ανεξάρτητα από τον τεχνητό διαχωρισμό σε κατ’ επάγγελμα ή μη αγρότες, θα είναι ελεύθεροι να απευθυνθούν όπου κρίνουν ότι τους συμφέρει, καταβάλλοντας και το σχετικό τίμημα για την παροχή υπηρεσιών που θα έχουν.

Βασίλης Ζαμπούνης
Εκδότης – Διευθυντής ΕΛΙΑ&ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ



Διάλογος, ΕΛΙΑ&ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ τεύχος 69

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ: S.O.S.

Ως μια εξαιρετική μονογραφία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η διερεύνηση του θέματος «Ελληνικό Ελαιόλαδο: S.O.S.» σε δύο συνέχειες από τον κ. Β. Ζαμπούνη στο περιοδικό «Ελιά και Ελαιόλαδο». Η αδιάλειπτη και ολόπλευρη μελέτη του αντικειμένου από τον κ. Ζαμπούνη και η συσσωρευμένη εμπειρία του από την πράξη του παρέχουν τη δυνατότητα αλλά και το δικαίωμα να προχωρεί σε συστάσεις για τη σοβαρή αντιμετώπιση αυτού του πολύτιμου για την Ελλάδα πλουτοπαραγωγικού κλάδου. Ο πλούτος των παρατιθέμενων στοιχείων τεκμηριώνει τις υποστηριζόμενες από τη μελέτη θέσεων.
Μια κραυγή αγωνίας
Κραυγή αγωνίας αποτελεί ουσιαστικά η μελέτη αυτή, με την οποία επιζητείται να κινητοποιηθούν οι σχετιζόμενοι με το ελαιόλαδο, έστω τη ‘δωδεκάτη ώρα’.
Προσωπικά, η αγωνιώδης προσπάθεια του Β. Ζαμπούνη μου θυμίζει μια αφήγηση του μακαρίτη Ιωάννη Αφεντάκη, (το 1976), Γενικού Διευθυντή τότε της ΠΑΣΕΓΕΣ. Σε κάποια περίοδο που Πρωθυπουργός ήταν ο Ελ. Βενιζέλος και ο Ι. Αφεντάκης εκπροσωπούσε τα Γεωργικά Επιμελητήρια, ο Ι. Αφεντάκης διαμαρτυρήθηκε στον Ελ. Βενιζέλο ότι η ΑΤΕ είχε ξεκινήσει να κινείται αυτόνομα στα θέματα της αγροτικής πίστης ενώ είχε δημιουργηθεί η προσδοκία χρησιμοποίησης των συνεταιρισμών ως πρακτορείων. Ο Ι. Αφεντάκης ανέφερε ότι είχε προβλέψει αυτή την εξέλιξη και ‘είχε κτυπήσει το καμπανάκι’ για το ενδεχόμενο να αποκοπούν οι συνεταιρισμοί από το δίκτυο της ΑΤΕ. Τότε ο Ελ. Βενιζέλος του απάντησε: ‘Δεν έπρεπε να χτυπήσεις το καμπανάκι αλλά όλες τις καμπάνες μαζί’. Αυτό προσπαθεί να κάνει στην προκείμενη περίπτωση με όσες δυνάμεις διαθέτει ο Β. Ζαμπούνης, εκπέμποντας S.O.S. για ένα θέμα που αφορά χιλιάδες αγροτών, πλήθος συνεταιριστικών οργανώσεων και συνολικά την Ελλάδα.
Δεν είναι δυνατό, ένα πολύτιμο προϊόν να αντιμετωπίζεται με αδράνεια και μοιρολατρεία, περιμένοντας την ‘εξ ύψους’ (Βρυξελλών) σωτηρία, αφήνοντας να συνεχίζεται μια αρρωστημένη και αναχρονιστική κατάσταση. Καιρός είναι να αναλογιστούμε ότι δεν δικαιολογείται να ζητούμε τη βοήθεια των άλλων όταν εμείς δεν έχουμε αξιοποιήσει τις δυνατότητές μας.
Αναμεσα στις 15 παραμέτρους που αναλύει η διατριβή του κ. Ζαμπούνη ξεχωρίζουν εκείνες των συνεταιρισμών και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Με πολύ συστηματικό τρόπο παρουσιάζονται τόσο η φύση των προβλημάτων όσο και οι προτάσεις αντιμετώπισης. Το παρόν σημείωμα επικεντρώνεται στο ζήτημα των συνεταιρισμών, το οποίο τόσο κατά τον κ. Ζαμπούνη όσο και για τον γράφοντα αποτελεί ένα από τα δύο κλειδιά της αντιμετώπισης του προβλήματος.
Είναι γεγονός ότι, όπως είναι σήμερα τα πράγματα, αν δεν υπάρξει διαχείριση του ελαιολάδου από φορείς που να εκφράζουν και να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των ίδιων των παραγωγών, δεν είναι δυνατό να αναμένεται εξυπηρέτηση των συμφερόντων των παραγωγών. Με κάποια δόση υπερβολής, θα τολμούσα να πω ότι δεν πρέπει να αναμένεται ούτε εξυπηρέτηση των συμφερόντων της χώρας, αναφορικά με το ελαιόλαδο. Η δομή του λιανεμπορίου στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης είναι τέτοια που αμείβει τον παραγωγό ‘εξ υπολοίπου’, αφού, δηλαδή εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των καταναλωτών και των ενδιαμέσων. Μόνη διέξοδος παραμένει η αύξηση της διαπραγματευτικής δύναμης των παραγωγών και οι οικονομίες κλίμακας, που αποκτώνται μόνο με τη συγκέντρωση της προσφοράς.

Οι συνεταιρισμοί
Το γεγονός ότι ο κ. Ζαμπούνης προτάσσει το θέμα των συνεταιρισμών δείχνει ότι διακατέχεται από την πεποίθηση ότι «άνευ τούτων ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων» (όπως έλεγε ο Δημοσθένης στον ‘Ολυνθιακό’, αναφερόμενος στο χρήμα).
Όμως, η πρόταση του κ. Ζαμπούνη για τους συνεταιρισμούς μπορεί να δώσει αφορμή σε παρανοήσεις, ειδικά στο σημείο που αναφέρεται στην ανάγκη να τροποποιηθεί ο νόμος που διέπει τους συνεταιρισμούς (ο 2810/2000), με τρόπο ώστε να υποχρεώσει και σε τροποποίηση των καταστατικών των συνεταιρισμών για να καταστεί υποχρεωτική (και όχι προαιρετική) η παράδοση του συνόλου της παραγωγής των μελών στον συνεταιρισμό, σε καθορισμένους χρόνους και ποσότητες.
Από την παρουσίαση των πλεονεκτημάτων που ακολουθούν την πρόταση, συνάγεται ότι ο κ. Ζαμπούνης δεν είναι θιασώτης των αναγκαστικών συνεταιρισμών, διότι μόνο στους αναγκαστικούς συνεταιρισμούς τα μέλη είναι υποχρεωμένα από νόμο να παραδίδουν το προϊόν τους στον συνεταιρισμό για να το διαθέσει. Αντιθέτως, ο κ. Ζαμπούνης αναφέρει ότι με την υποχρεωτική παράδοση του προϊόντος στον συνεταιρισμό αποκτά ουσιαστικό νόημα ο εθελοντικός χαρακτήρας των συνεταιρισμών.
Θεωρώντας αυτονόητη την υποστήριξη του ελεύθερου συνεταιρισμού από τον κ. Ζαμπούνη, επιχειρείται στη συνέχεια μια διαφορετική τοποθέτηση του θέματος από την πλευρά των συνεταιρισμών, η οποία καταλήγει στο υποδεικνυόμενο από τον κ. Ζαμπούνη αποτέλεσμα της παράδοσης του προϊόντος προς συλλογική διαχείριση από τον συνεταιρισμό.

Μια διαφορετική τοποθέτηση
Ακόμη και από τον διεθνώς αποδεκτό ορισμό του συνεταιρισμού προκύπτει ότι ο συνεταιρισμός αποτελεί μια εθελοντική κοινή επιχείρηση των μελών, μέσω της οποίας επιδιώκεται η βελτίωση της οικονομικής τους θέσης. Από αυτό και μόνο προκύπτει ότι αν κάποιος δεν χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του συνεταιρισμού, δεν υπάρχει λόγος να συμμετέχει στην κοινή επιχείρηση (Ας ξεχάσουμε προς στιγμήν τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα). Αν λοιπόν κάποιος παραγωγός είναι μέλος συνεταιρισμού εμπορίας ελαιολάδου, δεν νοείται η διάθεση του ελαιολάδου που παράγει μέσω άλλης οδού, εκτός του συνεταιρισμού.
Σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθείται σε χώρες που σέβονται τους θεσμούς, η συμμετοχή στον συνεταιρισμό ισοδυναμεί με υπογραφή σύμβασης δέσμευσης συμμετοχής στις δραστηριότητες για τις οποίες έχει συσταθεί και τις οποίες αποφασίζει ο συνεταιρισμός. Αφού υπάρχει δέσμευση, κάθε εκτροπή συνεπάγεται αποπομπή από το συλλογικό όργανο. Αυτή η απλή αλήθεια δεν έχει γίνει κατανοητή στην Ελλάδα, διότι έχει εντελώς παρανοηθεί η έννοια της ελευθερίας ή της ανεξαρτησίας των μελών. Στην Ελλάδα, γίνεται επίκληση των συνεταιρισμών εκ μέρους των παραγωγών όταν πιέζονται από την αγορά αλλά τους ξεχνούν όταν η αγορά χαλαρώνει τις πιέσεις. Αλλά οι συνεταιρισμοί δεν είναι ομπρέλες να ανοίγουν στην κακοκαιρία και να κλείνουν στη λιακάδα. Ή θα είναι συνεχώς και ουσιαστικοί ‘παίχτες’ στην αγορά ή δεν έχουν λόγο ύπαρξης.
Επειδή στην Ελλάδα δεν μεριμνούμε κατά κανόνα για τη σωστή αντίληψη των θεσμών αλλά, ειδικά τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, τους χρησιμοποιήσαμε ως εργαλεία εξυπηρέτησης αλλότριων σκοπών, όταν ‘φθάνει ο κόμπος στο χτένι’ κάνουμε σπασμωδικές ενέργειες. Τέτοια ήταν και η επιβολή δια νόμου της υποχρέωσης παράδοσης των προϊόντων στον συνεταιρισμό για εμπορία και μεταποίηση, που είχε θεσπίσει ο νόμος 1541/1985 (επί υπουργίας Κ. Σημίτη). ‘Όπως ήταν αναμενόμενο και είχε εγκαίρως προβλεφθεί, ο κανόνας αυτός ποτέ δεν εφαρμόσθηκε, διότι δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί.
Αυτό που απαιτείται (και το οποίο ικανοποιεί πλήρως την πρόταση του κ. Ζαμπούνη) δεν είναι τροποποίηση του νόμου για τους συνεταιρισμούς αλλά η μέσω του καταστατικού αυτοδέσμευση των μελών να διαχειρίζονται από κοινού το προϊόν τους, όπως συμβαίνει με τους κανόνες των Ομάδων Παραγωγών. Αυτή η διαφορά μεταξύ νόμου και καταστατικού είναι πολύ σημαντική, διότι ο νόμος θέτει το γενικό πλαίσιο και διέπει κάθε συνεταιρισμό ενώ το καταστατικό καταρτίζεται και τροποποιείται από τη γενική συνέλευση των μελών και διέπει μόνο τον συγκεκριμένο συνεταιρισμό.
Με την ευκαιρία αυτή, είναι χρήσιμο να διευκρινιστεί το θέμα των Ομάδων Παραγωγών για τις οποίες υπήρξε στο παρελθόν – και ίσως υπάρχει ακόμη – σύγχυση ως προς τη φύση τους. Ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να αναγνωριστεί ως Ομάδα Παραγωγών όταν έχει στο καταστατικό του ορισμένους καθορισμένους από την Ε.Ε. κανόνες. Δηλαδή οι Ομάδες Παραγωγών δεν αποτελούν κάποιον ξεχωριστό θεσμό. Έτσι, ένας συνεταιρισμός που έχει στο καταστατικό του τους συγκεκριμένους κανόνες αναγνωρίζεται ως Ομάδα Παραγωγών.

Κάθετη ολοκλήρωση
Επανερχόμενοι στο κύριο θέμα μας, αυτό που θα είχε κάποιος να προσθέσει στην πρόταση του κ. Ζαμπούνη για τους συνεταιρισμούς είναι ότι τη συνεταιριστική διαχείριση θα πρέπει να την εννοήσουμε στην κατακόρυφη δομή της. Δηλαδή όχι μόνο συσπείρωση σε επίπεδο συνεταιρισμού ή ακόμη και Ένωσης αλλά και σε εθνικό επίπεδο. Οι δομές που είχαν ‘κτισθεί’ στο παρελθόν, που είχαν καταστήσει την ‘Ελαιουργική’ ως την εθνικού επιπέδου οργάνωση, θα πρέπει να υπάρξουν και πάλι, ξεκινώντας από τη βάση και συγκροτούμενες από συνεταιρισμούς και στη συνέχεια από Ενώσεις που υιοθετούν το νέο πνεύμα της αυτοδέσμευσης για συλλογική διαχείριση του προϊόντος.
Εξυπακούεται ότι στην προτεινόμενη δομή θα κυριαρχεί το επιχειρηματικό στοιχείο με στόχο την εξυπηρέτηση των παραγωγών και της εθνικής οικονομίας, μακριά από άλλες σκοπιμότητες και συμφέροντα
Αυτή η απλή λογική, που αποτελεί κοινό τόπο σε άλλες κοινωνίες, στον τόπο μας δεν καρποφορεί εύκολα. Το παράδειγμα της ‘Κρητικής διατροφής’, που έλαμψε για λίγο, αποτέλεσε έναν διάττοντα αστέρα που γρήγορα έσβησε, όπως έσβησαν και πολλές ελπίδες εθελοντικών συγχωνεύσεων συνεταιρισμών και Ενώσεων.
«Έως ἐστὶ καιρός, ἀντιλάβεσθε των πραγμάτων», ας μας θυμίσει και πάλι ο Δημοσθένης (Προλάβετε, όσο υπάρχει καιρός).

Κ. Παπαγεωργίου
Ομότιμος Καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών





Διάλογος, ΕΛΙΑ&ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ τεύχος 70

Να περάσουμε από τον κομματοκρατούμενο στον αυτοδύναμο, παραγωγικό συνεταιρισμό

Aγαπητέ κύριε Ζαμπούνη,

Μου έκαμε ιδιαίτερη εντύπωση το άρθρο που δημοσιεύεται στη σελίδα 38 του 68ου τεύχους του περιοδικού σου, για τους συνεταιρισμούς. Αγγίζει στην καρδιά του το θέμα, όπως έχει εξελιχτεί και διαμορφωθεί σήμερα, γενικότερα και ειδικότερα για την ελαιοκομία, για την οποία είναι ιδιαίτερο το ενδιαφέρον του έγκριτου από τη μέχρι σήμερα αρθρογραφία του περιοδικού ΕΛΙΑ & ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ.
Είναι πέρα για πέρα αληθινό και από τα γεγονότα βεβαιωμένο ότι πράγματι: «Καμία γεωργία στον κόσμο και πόσω μάλλον η ελληνική δεν
μπορεί να επιζήσει και να αναπτυχθεί χωρίς ισχυρές συνεταιριστικές οργανώσεις».
Και ακριβώς από αυτό:
1. Διαπιστώνεται το έγκλημα της κομματικοποίησής τους στη χώρα μας τα τελευταία τριάντα χρόνια και μέσα από αυτή την πανθομολογούμενη ενέργεια, η καταστροφή του συνεταιριστικού (υλικού και ηθικού) κεφαλαίου της χώρας μας. Ένας τεράστιος οργανισμός, ίσως ο πρώτος σε αναγκαιότητα και αποτελεσματικότητα στη χώρα μας για μια ισόρροπη οικονομικοκοινωνική ανάπτυξη από 900.000 αγροτικές εκμεταλλεύσεις, ενταγμένες σε 6.000 συνεταιρισμούς, πυραμιδωτά διαταγμένες, με τεράστιες εγκαταστάσεις αποθήκευσης, επεξεργασίας και τυποποίησης αγροτικών προϊόντων, με παραδοσιακές αγορές και σταθερή πελατεία, τις οποίες διοικούσαν 80.000 εκλεγμένοι με δημοκρατικές διαδικασίες αγρότες (μέλη διοικητικών και εποπτικών συμβουλίων) και υπηρετούσαν περί τους 6.000 υπάλληλοι όλων των ειδικοτήτων, σήμερα είναι χωρίς τις εγκαταστάσεις του και όσες δεν έχουν πουληθεί για χρέη, παροπλισμένες και απαξιωμένες περιμένουν ως νέους ιδιοκτήτες τους, τους άλλοτε ανταγωνιστές τους. Και πάνω απ’ όλα ο τεράστιος αυτός οργανισμός δεν στηρίζεται πια στα μέλη του, αλλά στην κομματική εύνοια και τις κοινοτικές επιδοτήσεις.
2. Η ΑΤΕ που ήταν ο χρηματοδότης του και υποστηρικτής, με τους τρεις πυλώνες της (τον οικονομικό, τον τεχνικό και τον εποπτικό) κατά σύγχρονη κομματική όπως και παγκοσμιοποιημένη αντίληψη, τους εγκατέλειψε για πελάτες στην ευρύτερη εσωτερική αγορά, χωρίς πολιτικό αντίλογο, όπως τον ομόφωνο, όλων των κομμάτων και πανηγυρικά λόγο, όταν ιδρύονταν το 1929.
3. Πώς, από εδώ και πέρα θα αναπτυχθεί οικονομικοκοινωνικά η ύπαιθρος, ισόρροπα και για καλά ποιοτικά, πολλά και φθηνά αγροτικά προϊόντα, κανείς δεν μιλεί, ανυποχώρητα και τεκμηριωμένα. Λόγος πολύς, πονεμένος και συνεχώς επαναλαμβανόμενος, γίνεται για επιδοτήσεις, κινητοποιήσεις, δοτές εργασίες και διαγραφές χρεών στους συνεταιρισμούς.
4. Οι δυσμενείς επιπτώσεις από τον παροπλισμό και την απαξίωση του αγροτοσυνεταιριστικού μηχανισμού, δεν μείνανε μόνο στην ύπαιθρο, επεκτάθηκαν, στον αστικό πληθυσμό της χώρας που καταναλώνει ακριβά γεωργικά προϊόντα και στρέφεται στα ξενόφερτα πληρώνοντας έτσι εργατικά σε ξένους εργάτες.
5. Το θέμα είναι πολυσυζητημένο και ό,τι προστεθεί σε βάση ευθυνών, νομοθετικών τροποποιήσεων και συμπληρώσεων, θα είναι επανάληψη δοκιμασμένων και αποτυχημένων συνταγών. Για να επανέλθουν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί στη δόξα και τη δράση που είχαν πριν το 1980, θα πρέπει ριζικά να αναδιαρθρωθούν νομοθετικά και λειτουργικά.
Πριν από 100 περίπου χρόνια (το 1914) η χώρα μας θεσμοθέτησε τον αγροτικό συνεταιρισμό με τον γερμανικής προέλευσης νόμο 602/1914, ο οποίος με τις κομματικές, νομοθετικές και άλλες παρεμβάσεις, έχασε τη φυσιογνωμία του, έχασε τα μέλη του, έχασε τη δραστηριότητά του και έγινε ένα κομματικό εργαλείο στην υπηρεσία της εκάστοτε κομματικής εξουσίας, χωρίς καμία ελπίδα με οποιεσδήποτε νομοθετικές τροποποιήσεις και συμπληρώσεις να μπορέσει να επανέλθει στην πριν από το 1980 συνεταιριστική του λειτουργία.
Στην ίδια χώρα (Γερμανία) λειτουργούν από το 1986, αυτόνομα, αυτοδύναμα, αυτοχρηματοδοτούμενα, παραγωγικά, αυτοελεγχόμενα και με δικό τους τραπεζικό σύστημα, οι συνεταιρισμοί τύπου Ραϊφράιγεν, οι οποίοι θα μπορούσαν να γίνουν το θεσμικό και λειτουργικό πρότυπο που θα αντικαθιστούσε τις λειτουργίες των απαξιωμένων σήμερα κομματικοποιημένων συνεταιρισμών μας, με τη χρησιμοποίηση των όσων υπάρχουν ακόμη εγκαταστάσεων και χωρίς καμία διάταξη από την κομματικοποιημένη συνεταιριστική μας νομοθεσία. Γι’ αυτό τον τύπο συνεταιρισμού γράφω σε βιβλίο μου το οποίο πολύ σύντομα θα κυκλοφορήσει.

Ως προς την πολύ σωστή πρότασή σας ότι ο συνεταιρισμός θα πρέπει να έχει υποδομές (ελαιοτριβεία, δεξαμενές, τυποποιητήρια, κατάλληλο προσωπικό) συναποστέλλω ενισχυτικό αυτής της πρότασης άρθρο μου, το οποίο δημοσιεύθηκε το 2001 στο περιοδικό ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ, τεύχος 62, σελίδα 97 και επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα και τη δική σου πρόταση που γίνεται από το 68ο τεύχος του περιοδικού ΕΛΙΑ&ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ.

Γιώργος Β. Σελλιανάκης
Πρώην Γ. Δ.ντής Μελισσοκομικής ΣΥΝ.Π.Ε. και Ελαιουργικής ΣΥΝ.Π.Ε.
Αθήνα, Μάρτιος 2010

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

Γιατί δεν αξιοποιούμε το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδό μας ;

Τα δεδομένα είναι ότι:

  1. Έχουμε εξαιρετική ποιότητα, κατά πολλούς έχουμε «το καλύτερο λάδι στον κόσμο».



  2. Παρόλα αυτά, η τιμή που απολαμβάνει ο Έλληνας ελαιοπαραγωγός είναι κατά μέσο όρο 16,4% μικρότερη του Ιταλού ελαιοπαραγωγού και 8,3% του Ισπανού (Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την τελευταία δεκαετία). Στην πραγματικότητα, σε σύγκριση με τον Ισπανό, ο Έλληνας βρίσκεται σε ακόμη δυσμενέστερη θέση γιατί λόγω υψηλού κόστους έχει ακόμη μικρότερο καθαρό εισόδημα, παρά την καλύτερη ποιότητα.



  3. Οι ελληνικές εξαγωγές επώνυμου τυποποιημένου ελαιολάδου κυμαίνονται περί τους 15 χιλ. τόνους, ενώ οι αντίστοιχες ιταλικές στις 250 χιλ. και οι ισπανικές στις 230 χιλιάδες ( και συνεχώς επεκτείνονται).



  4. Οι επιδοτήσεις από την Ευρ. Ένωση δεν έλειψαν. Η Ελλάδα εισέπραττε (και συνεχίζει) περί τα 550 εκατομ. ευρώ ενίσχυση στην παραγωγή (των ελαιοπαραγωγών). Επίσης εισέπραξε την περίοδο 1981-1994 περί τα 1, 3 δισεκατομ. ευρώ (αποπληθωρισμένη αξία με βάση το 2005) για την ενίσχυση στην κατανάλωση (της βιομηχανίας τυποποίησης).

Από τα παραπάνω προκύπτουν κάποια μεγάλα ερωτήματα:

  • Ποιες είναι οι κυριότερες αιτίες, που το ελαιόλαδό μας παραμένει ένας τεράστιος αναξιοποίητος εθνικός πλούτος;

  • Πόσο αισιόδοξος ή απαισιόδοξος είσαστε για το μέλλον και γιατί;

  • Θα είχατε να καταθέσετε κάποιες συγκεκριμένες προτάσεις;


Οι πιο ενδιαφέρουσες απαντήσεις θα δημοσιευθούν στο διμηνιαίο περιοδικό ΕΛΙΑ & ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ και στην ιστοσελίδα μας www.axionagro.eu